- ἐφοδίους
- ἐφόδιοςfor a journeymasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφόδιος — ἐφόδιος, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται για το ταξίδι ή για τον θάνατο, εξιτήριος (α. «ἐφόδιοι εὐχαί» β. «ἐξιτηρίους εὐχάς, ἐφοδίους τοῑς πρὸς ἔξοδον ἰοῡσιν ἤ πρὸς θάνατον», λεξ. Σούδα) 2. αυτός που βρίσκεται πάνω στην οδό, προσιτός, ευπρόσιτος.… … Dictionary of Greek